- εντυπωτικός
- -ή, -όαυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην εντύπωση, αυτός που γεννά ή δημιουργεί εξαιρετική εντύπωση, αυτός που εντυπώνεται στην αντίληψη, στη σκέψη ή στη μνήμη.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
εντυπωσιακός — ή, ό αυτός που δημιουργεί ή αφήνει ζωηρές, έντονες εντυπώσεις, εντυπωτικός … Dictionary of Greek